- σάπισμα
- το, -ατοςσήψη αποσύνθεση: Σάπισμα του πτώματος. – Σάπισμα των φρούτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σάπισμα — το, Ν [σαπίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαπίζω, η αποσύνθεση οργανικών ουσιών, σήψη 2. μτφ. ηθική διαφθορά … Dictionary of Greek
ανάπλευση — η (Α ἀνάπλευσις) [ἀναπλέω] νεοελλ. ο ανάπλους* αρχ. φθορά, διάβρωση, σάπισμα οστού, με αποτέλεσμα τον χωρισμό του από το σώμα … Dictionary of Greek
απόσηψη — η (Α ἀπόσηψις) πλήρης σήψη, σάπισμα … Dictionary of Greek
βρόμισμα — το 1. λέρωμα, ρύπανση 2. σάπισμα, αποσύνθεση … Dictionary of Greek
δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει … Dictionary of Greek
διαμύδησις — διαμύδησις, η (Α) [διαμυδώ] σάπισμα, αλλοίωση ιστού ή οστού, που εμφανίζεται με σπογγοειδή μορφή … Dictionary of Greek
λαθράκιασμα — το [λαθρακιάζω] 1. (για ξύλο) σάπισμα, σήψη 2. (για πρόσ.) σωματική εξάντληση, μεγάλη αδυναμία, κατάπτωση … Dictionary of Greek
μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… … Dictionary of Greek
μύδησις — μύδησις, ἡ (Α) [μυδώ] 1. υγρασία 2. πυώδης βλεφαρίτιδα 3. σάπισμα, σήψη … Dictionary of Greek
ολοφυγγών — ὀλοφυγγών και, κατά δ. γρφ. «ὀλοφυγδών, όνος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα, φουσκαλίδα, ιδίως τής γλώσσας («μήπω ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικοί τ. τής λ. ὀλοφλυκτίς / ὀλοφυκτίς. Ο τ. ὀλοφυγδών έχει… … Dictionary of Greek